Αναποτελεσματική η προσθήκη της ψυχοθεραπείας στα αντικαταθλιπτικά σε ασθενείς με σοβαρή κατάθλιψη

465
Αυξημένος κίνδυνος ήπιας άνοιας λόγω συχνής χρήσης κοινών αντιχολινεργικών φαρμάκων

Η προσθήκη της ψυχοθεραπείας στη θεραπεία με δεν βελτιώνει την πορεία των ασθενών με σοβαρή κατάθλιψη, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη μελέτη σε επτά ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα.

Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα αποτελούν την θεραπεία πρώτης επιλογής στις περιπτώσεις βαριάς κατάθλιψης, ενώ συχνά χρησιμοποιείται συμπληρωματικά και η ψυχοθεραπεία, ιδίως σε νεότερους, πιο μορφωμένους, εργαζόμενους και εύπορους ασθενείς. Όμως η νέα πολυκεντρική έρευνα δείχνει ότι στην ουσία η ψυχοθεραπεία δεν προσθέτει κάτι σημαντικό.

Οι ερευνητές της Ευρωπαϊκής Ομάδας για τη Μελέτη της Ανθεκτικής Κατάθλιψης, με επικεφαλής τον καθηγητή Ζίγκφριντ Κάσπερ του Πανεπιστημίου της Βιέννης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο 30ό Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ψυχιατρικής (4-7 Ιουνίου), μελέτησαν 1.279 σοβαρά ασθενείς με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, εκ των οποίων το 69% έπαιρναν μόνο αντικαταθλιπτικά, ενώ το 31% έκαναν και ψυχοθεραπεία, οι περισσότεροι γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, ενώ μερικοί ψυχαναλυτική ή συστημική ψυχοθεραπεία.

Διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρξε κάποια επιπρόσθετη ορατή βελτίωση στην κατάθλιψη των ασθενών που έκαναν πρόσθετη ψυχοθεραπεία, σε σχέση με όσους έκαναν μόνο φαρμακοθεραπεία.

Τα ποσοστά κλινικής ή μείζονος κατάθλιψης έχουν διπλασιαστεί διεθνώς κατά τα τελευταία 30 χρόνια, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να εκτιμά ότι περίπου 322 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν σε όλο τον κόσμο. Περίπου το ένα τρίτο των ασθενών δεν αντιδρούν καλά στα αντικαταθλιπτικά, ενώ ένα ανάλογο ποσοστό καταθλιπτικών κάνουν και ψυχοθεραπεία.

Ο δρ Κάσπερ δήλωσε ότι «υπάρχουν δύο βασικά συμπεράσματα από τη νέα μελέτη μας. Πρώτον, ότι αν κανείς παίρνει αντικαταθλιπτικά, η πρόσθετη ψυχοθεραπεία δεν φαίνεται να οδηγεί σε καλύτερη έκβαση της θεραπείας, αν και μπορεί να βελτιώσει το υποκειμενικό αίσθημα ευεξίας. Δεύτερον, όσοι ασθενείς υποφέρουν από σοβαρή κατάθλιψη και κάνουν επιπροσθέτως ψυχοθεραπεία, έχουν πιο ευνοϊκά κοινωνικο-δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά, σε σχέση με όσους δεν κάνουν επιπρόσθετη ψυχοθεραπεία».

Η δρ Λίβια Ντε Πίκερ του Πανεπιστημίου της Αμβέρσας πρόσθεσε ότι «παρά τις κλινικές οδηγίες και τις μελέτες που συνηγορούν υπέρ της ψυχοθεραπείας και του συνδυασμού της με αντικαταθλιπτικά, η μελέτη μας δείχνει ότι στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει κανένα έξτρα όφελος από την ψυχοθεραπεία γι’ αυτούς που ήδη κάνουν θεραπεία με αντικαταθλιπτικά, λόγω σοβαρής κατάθλιψης. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η ψυχοθεραπεία δεν είναι χρήσιμη, αλλά αποτελεί μια σαφή ένδειξη ότι ο τρόπος που σήμερα αντιμετωπίζουμε αυτούς τους καταθλιπτικούς ασθενείς με την ψυχοθεραπεία δεν είναι αποτελεσματικός και χρειάζεται κριτική επαναξιολόγηση».