Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η Covid-19 απέδειξε ότι ο σωματικός πόνος συνοδεύεται, αλλά και συχνά προκαλεί, τον ψυχικό πόνο.
«Βρίσκομαι εδώ γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι οι κυβερνήσεις -στο υψηλότερο επίπεδο- έχουν καθήκον να ρίξουν φως στο συχνά σκοτεινό κόσμο της ψυχικής υγείας. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν πρόκειται για μία παράμετρο που απλά περιλαμβάνεται στο συνολικό/απτό ζήτημα δημόσιας υγείας, αλλά αποτελεί βασικό συστατικό της», ανέφερε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στο διεθνές συνέδριο με θέμα «Οι συνέπειες της COVID-19 στην Ψυχική Υγεία και στα συστήματα παροχής υπηρεσιών υγείας», που συνδιοργανώνουν το υπουργείο Υγείας και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
«Απαιτεί δράση και θα πρέπει να την αναλάβουμε τώρα» πρόσθεσε.
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η Covid-19 απέδειξε ότι ο σωματικός πόνος συνοδεύεται, αλλά και συχνά προκαλεί, τον ψυχικό πόνο. «Αυτό συμβαίνει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και εκφράζεται με πολλές διαφορετικές μορφές. Διότι δίπλα στον Γολγοθά των ασθενών υπήρχε συχνά και η μοναχική συμπαράσταση και ο σιωπηλός πόνος των συγγενών», είπε προσθέτοντας ότι τα lockdown έφεραν μαζί τους την κατάθλιψη σε μεγάλη κλίμακα, την οποία, όπως υπογράμμισε, συχνά πυροδοτούσε η οικονομική ανασφάλεια, καθώς και τα τραγικά φαινόμενα της ενδοοικογενειακής βίας.
Επιπλέον, σημείωσε ότι τα απαραίτητα μέτρα προστασίας που είχαν στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας «απέκτησαν έναν διττό χαρακτήρα: Δρούσαν ως ασπίδα για τους ενήλικες, αλλά και ως περιορισμοί για την ελευθερία των νέων».
«Στον βαθμό που κάποιος θα αμφέβαλε ίσως για τη ζωτική σημασία της ψυχικής υγείας, πλέον δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ψυχική υγεία θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της πολιτείας. Απαιτείται δράση τόσο στην πρόληψη όσο και στη θεραπεία», υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης.
Στη συνέχεια ανέφερε ότι το πρώτο βήμα για τον καθένα είναι να μιλήσει για το θέμα πολύ πιο ανοιχτά, να καταρρίψει τα ταμπού και να εκφραστεί ανοιχτά για το στίγμα που συχνά σχετίζεται με την ψυχική υγεία. «Το σπίτι μας μπορεί να λειτουργήσει ως καταφύγιο, αλλά -για πολλούς από εμάς- μπορεί να γίνει και φυλακή, στο μυαλό των ανθρώπων. Φόβος, θλίψη, μοναξιά, κακοποίηση και εξάρτηση. Όλα έγιναν χαρακτηριστικά αυτής της πανδημίας» είπε.
«Δεν θα αναφερθώ εκτενώς στις πολλές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Ελλάδα εν μέσω της πανδημίας. Ο υπουργός (Υγείας, Βασίλης Κικίλιας) θα μιλήσει λεπτομερώς για τις εν λόγω πρωτοβουλίες. Αλλά θέλω να επισημάνω ορισμένες από αυτές που θεωρώ πως έχουν ιδιαίτερη σημασία«, σημείωσε.
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε επίσης στις σημαντικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Ελλάδα εν μέσω της πανδημίας λέγοντας ότι «ιδρύθηκαν νέες μονάδες Ψυχικής Υγείας. Τηλεφωνικές γραμμές υποστήριξης λειτουργούν ήδη σε όλη τη χώρα, ενώ η Μονάδα Τηλεψυχιατρικής λειτουργεί στη βάση ενός πολύ ενδιαφέροντος και συναρπαστικού πιλοτικού project στο Καστελόριζο. Σκοπός μας η λειτουργία παρόμοιων κέντρων σε άλλα απομακρυσμένα νησιά και γεωγραφικά απομακρυσμένες περιοχές».
«Θέλω επίσης να αναφερθώ στα ειδικά προγράμματα για παιδιά και εφήβους, αλλά και στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά των Ναρκωτικών και των Εθισμών. Και, φυσικά, στη συνεργασία μας με τον ΠΟΥ για την αξιολόγηση όλων των δομών Ψυχικής Υγείας» πρόσθεσε.
Στη συνέχεια ευχαρίστησε τους νοσηλευτές, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, οι οποίοι -όπως είπε- εργάστηκαν ακούραστα για να στηρίξουν εκείνους που νόσησαν και τις οικογένειές τους. «Αυτό πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με 24 μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Και απέδειξε ότι σε ένα σύγχρονο σύστημα υγείας, καμία ΜΕΘ, κανένα νοσοκομείο, καμία δομή πρωτοβάθμιας υγείας δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την παρουσία επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας. Επειδή τα όρια μεταξύ των παθήσεων του σώματος και του πόνου της ψυχής είναι συχνά ανύπαρκτα», συμπλήρωσε.
Ο πρωθυπουργός, στη συνέχεια, τόνισε ότι η πανδημία έχει αποκαλύψει πως ένα πολύπλοκο, ένα πολύπλευρο πρόβλημα απαιτεί πολύπλευρη θεραπεία.
«Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική για την ψυχική υγεία, είτε πρόκειται για πρόληψη και κοινωνική πρόνοια είτε για θεραπεία, μπορεί να είναι μόνο οριζόντια» τόνισε και πρόσθεσε: «Με απασχολεί ιδιαίτερα το ζήτημα της ψυχικής υγείας των παιδιών και εφήβων. Ποια είναι η καλύτερη πολιτική για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, εν μέσω πανδημίας; Η καλύτερη πολιτική είναι τα παιδιά μας να επιστρέψουν στα σχολεία όσο πιο γρήγορα γίνεται. Για τον λόγο αυτό, ο εμβολιασμός των εκπαιδευτικών είναι τόσο σημαντικός. Αν ένας εκπαιδευτικός στο δημοτικό σχολείο νοσήσει, τότε είναι πολύ δύσκολο να αντικατασταθεί. Σε αυτήν την περίπτωση, το σχολείο ή ένα τμήμα του ίσως χρειαστεί να κλείσει για μια εβδομάδα ή για δύο εβδομάδες».
«Για το λόγο αυτό, από αυτό το βήμα, καλώ όλο το εκπαιδευτικό προσωπικό, δασκάλους και καθηγητές. Σας παρακαλώ: Εμβολιαστείτε! Για να είμαστε και εμείς σε θέση να ξανανοίξουμε τα σχολεία μας με ασφάλεια και με τα λιγότερα δυνατά προβλήματα τον Σεπτέμβριο», επεσήμανε ο πρωθυπουργός.
Επίσης, σημείωσε ότι δεν πρέπει να υποτιμούμε τις κοινωνιολογικές συνέπειες του φόβου και της πνευματικής αναστάτωσης που έσπειρε η COVID-19. «Αυτή η “αόρατη” φύση του άγνωστου και -όπως συνεχίζουμε να βιώνουμε- μια απειλή εντελώς απρόβλεπτη, μεταλλασσόμενη, η οποία αλλάζει συνεχώς. Και πώς αυτό, με τη σειρά του, άνοιξε τον δρόμο για θεωρίες συνωμοσίας και θολά σενάρια, έξω από τη σφαίρα της λογικής και της επιστήμης» είπε, υπογραμμίζοντας ότι είναι κάτι που έχει διαπεράσει και εξακολουθεί να διαπερνά όλες τις κοινωνίες. «Και αποτελεί απειλή για τη σημαντική συλλογική δράση, για τους δεσμούς εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητοι για την εύρυθμη λειτουργία κάθε κοινωνίας και σε βαθύτερο επίπεδο αποτελεί απειλή για την ίδια τη Δημοκρατία», συμπλήρωσε.
Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι η εμπιστοσύνη είναι το πιο σημαντικό συστατικό που συμβάλλει στην αύξηση της συμμετοχής στην εμβολιαστική διαδικασία. «Αυτό δεν θα μας βοηθήσει μόνο να αντιμετωπίσουμε την COVID-19, αλλά και τον φόβο που προκαλεί, καθώς και τις οδυνηρές συνέπειές του» σημείωσε, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση, στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0», έχει διαθέσει σημαντικότατους πόρους ειδικά για την ψυχική υγεία.
«Και, προφανώς, όχι τυχαία -και ενώ εξελίσσεται η πανδημία- η κυβέρνηση επέλεξε να αναθέσει το ζήτημα της ψυχικής υγείας σε έναν αποκλειστικά αρμόδιο υφυπουργό» είπε.
«Ωστόσο, εάν ο ιός της Covid λειτούργησε για την κυβέρνηση ως επιταχυντής και καταλύτης, το ζήτημα της ψυχικής υγείας θα είναι πάντα ζήτημα κοινωνικής και ατομικής συνειδητοποίησης. Δεν μπορούμε να συντηρούμε ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ότι πρέπει να κρύβονται», επεσήμανε ο κ. Μητσοτάκης.
«Και οι κοινωνίες μας έχουν πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουν μέχρι οι άνθρωποι να νιώσουν ελεύθεροι και δυνατοί να βγουν από τον πόνο και το σκοτάδι στο φως της επιστημονικής βοήθειας. Μέχρι να λάβουν μια έγκυρη διάγνωση, και τη βοήθεια που χρειάζονται. Και σε αυτό, η οικογένεια, οι φίλοι, το εργασιακό περιβάλλον, όλοι μας έχουμε έναν σημαντικό ρόλο να παίξουμε» πρόσθεσε.
Καταλήγοντας ο πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι η ενσυναίσθηση, σε συνδυασμό με την ουσιαστική υποστήριξη, είναι κοινό καθήκον των κυβερνήσεων και των πολιτών απέναντι σε μια κοινή πρόκληση. Πρέπει όλοι να σταθούμε στο ύψος αυτής της πρόκλησης.
«Η COVID-19 προκάλεσε μεγάλη ζημιά, αλλά έδειξε επίσης τι μπορούμε να πετύχουμε όταν δείξουμε αποφασιστικότητα. Είμαι βέβαιος ότι η πολύ σημαντική διεθνής συνάντηση που διεξάγεται στην Αθήνα θα συνεισφέρει, αγαπητέ Dr Kluge, στην προώθηση αυτού του μεγάλου σκοπού. Θα περιμένω τα συμπεράσματα με έντονο ενδιαφέρον. Εύχομαι κάθε επιτυχία στο σημαντικό αυτό έργο που έχετε αναλάβει» τόνισε.