«Είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή σε αυτή την πορεία θα έχουμε αύξηση και στους διασωληνωμένους, αλλά πλέον βρισκόμαστε σε τέτοιο αριθμό που το Σύστημα έχει στους σκληρούς δείκτες πολύ μεγάλες αντοχές», σημείωσε ο υπουργός Υγείας
«Σύμφωνα με τα μοντέλα των ειδικών, περιμένουμε ότι τις επόμενες 2 με 3 εβδομάδες θα έχουν σταθεροποιηθεί πλήρως τα κρούσματα και θα αρχίσει η αποκλιμάκωση», τονίζει ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης.
«Ενώ είχαμε μια άνοδο που ξεπερνούσε το 100% τις προηγούμενες εβδομάδες, τώρα πια είναι περίπου στο 50% που δείχνει ότι ανεβαίνει μεν αλλά πλέον σταθεροποιείται», δήλωσε μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα, λέγοντας ότι η άνοδος που καταγράφεται σε αυτή τη φάση δεν έχει τα χαρακτηριστικά που είχαν καταγραφεί σε προηγούμενα κύματα της επιδημίας.
Επίσης, όπως είπε, αυτά τα κρούσματα δεν βγάζουν αναλογικά τις νοσηλείες που έβγαζαν προηγούμενα κύματα με τις ίδιες μολύνσεις, συμπληρώνοντας πως «πλέον οι νοσηλείες αναλογικά είναι λιγότερες, κυρίως ως επί το πλείστον μέχρι στιγμής στις απλές κλίνες, όχι στις ΜΕΘ. Είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή σε αυτή την πορεία θα έχουμε αύξηση και στους διασωληνωμένους, αλλά πλέον βρισκόμαστε σε τέτοιο αριθμό που το Σύστημα έχει στους σκληρούς δείκτες πολύ μεγάλες αντοχές».
«Στις απλές κλίνες μπορεί να αρχίσει να υπάρχει μια πίεση κυρίως γιατί έχουν δοθεί πολλές κλίνες και για non Covid περιστατικά» είπε και διαβεβαίωσε ότι υπάρχουν όλα τα επιχειρησιακά σχέδια, οπότε για τους επόμενους τουλάχιστον 2 μήνες δεν θα υπάρξει πίεση στο ΕΣΥ «που να μην μπορούμε να διαχειριστούμε».
Ερωτηθείς για τους ανεμβολίαστους γιατρούς και νοσηλευτές ξεκαθάρισε ότι θα παραμείνουν σε αναστολή μέχρι στις 31 Δεκεμβρίου, αλλά όλα θα κριθούν από την πορεία της επιδημίας. «Είναι περίπου 3.500 άνθρωποι, καθώς στην πορεία κάποιοι εμβολιάστηκαν ή νόσησαν. Πάνω από 2.000 είναι διοικητικό ή παραϊατρικό προσωπικό. Γύρω στους 1.200 νοσηλευτές, και οι υπόλοιποι γιατροί. Τους καλούμε όλους να εμβολιαστούν για να επιστρέψουν στις δουλειές τους», ανέφερε.
Επιπλέον, ο κ. Πλεύρης μίλησε για τις αλλαγές στο ΕΣΥ, λέγοντας πως είναι μια «τεράστια πρόκληση» η διαχείριση μιας κρίσιμης κατάστασης όπως η πανδημία και ταυτόχρονα η προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών για αλλαγές προς όφελος της υγείας των πολιτών.
«Έχουμε βάλει μια βάση στη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ένα τρομακτικό κενό που μας το έδειξε και η πανδημία. Πολλοί συμπολίτες μας εάν είχαν αυτό που θεσμοθετούμε τώρα και ξεκινάει σε λίγες μέρες από 1η Ιουλίου, αν είχαν έναν γιατρό να τους κατευθύνει, μπορεί να είχαμε αποφύγει τους συνωστισμούς στα νοσοκομεία, όπου έσπευδαν αφού δεν είχαν κάποιον να τους συμβουλεύσει, όχι μόνο για covid-19, αλλά και για άλλα περιστατικά», μιλώντας για μια «μεγάλη τομή», που θα «αγκαλιαστεί» από όλους, καθώς στο σύστημα εντάσσονται όλοι οι γιατροί και του δημοσίου και οι ιδιώτες.
«Από τον Σεπτέμβριο οι Έλληνες και από 1/1 σε επίπεδο καθολικού πληθυσμού θα έχουν έναν γιατρό που θα τους τον πληρώνει δωρεάν το κράτος και θα είναι η πρώτη τους αναφορά, η πρώτης του συμβουλή. Ο άνθρωπος που θα τους λέει τι πρέπει να κάνουν, αν πρέπει να πάνε σε ειδικό γιατρό, ή σε νοσοκομείο, εάν πρέπει να πάρουν φάρμακα», τόνισε.
Ερωτηθείς εάν το μοντέλο αυτό είναι αντίστοιχο με το αγγλικό σύστημα, ο υπουργός Υγείας είπε ότι στην Αγγλία αν δεν περάσεις από τον προσωπικό γιατρό δεν μπορείς να κάνεις καμία πράξη, είναι σκληρό το μοντέλο, αλλά εδώ στην Ελλάδα «θέλαμε μια διαδικασία που να μην είναι φόβητρο ο προσωπικός γιατρός, αλλά να είναι βοηθός». «Ακολουθούμε το μοντέλο της Αγγλίας χωρίς όμως να έχουμε τους πολύ σκληρούς περιορισμούς. Ο πολίτης θα μπορεί να πηγαίνει σε ειδικούς γιατρούς χωρίς να τον στέλνει κάποιος, θα μπορεί σε πρώτη φάση να πηγαίνει και στα νοσοκομεία, απλά δίνουμε κίνητρα – αντικίνητρα ώστε οι πολίτες να δουν τα οφέλη και να το αγκαλιάσουν. Και αντί να ξεκινάνε από το σπίτι τους να παίρνουν γνωστούς και να ρωτάνε, να ξέρουν ότι θα παίρνουν τηλέφωνο τον γιατρό που έχει το φάκελό τους, που ξέρει την εικόνα τους, του λένε τι συμβαίνει και αυτός θα τους κατευθύνει. Αυτό θα είναι η βάση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στη χώρα μας», ξεκαθάρισε.
Επιπλέον, ο κ. Πλεύρης έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη διαφωνία της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση. «Περισσότερο ιδεολογική, παρά ουσιαστική», όπως είπε. «Εμείς πιστεύουμε ότι τα κενά που υπάρχουν στο σύστημα, μπορούμε να τα καλύψουμε και με τη συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα, όχι αλλοτριώνοντας τον δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος, αλλά βοηθώντας το σύστημα π.χ σε νησιά και σε περιοχές που όσα κίνητρα και αν δώσεις δεν πηγαίνουν γιατροί και νοσηλευτές. Εκεί μπορείς τα όποια κενά να τα καλύψεις με συμπράξεις», υπογράμμισε.
Απαντώντας στην κριτική της αντιπολίτευσης η οποία επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση για τους νεκρούς της πανδημίας, ο κ. Πλεύρης αντέτεινε ότι η πανδημία έχει στοιχίσει πάρα πολλές ανθρώπινες ζωές σε όλες τις χώρες. Πρόσθεσε, δε, ότι δεν υπάρχει σύστημα υγείας στον κόσμο που να μην έχει απώλειες σε μια πανδημία.
«Ακόμα και έναν νεκρό να είχαμε, εγώ δεν θα έμπαινα στη λογική του “πόσους νεκρούς” θα μπορούσαμε να είχαμε ή να μην είχαμε, γιατί ή συζήτηση αυτή αδικεί τα ίδια της θύματα της πανδημίας. Εγώ δέχομαι την κριτική, αλλά η κριτική πρέπει να γίνεται με όρους που δεν προσβάλλουν ούτε τη νοημοσύνη μας, ούτε τους ανθρώπους» , επεσήμανε ο υπουργός Υγείας, υπενθυμίζοντας ότι το ΕΣΥ δεν ξεκίνησε στην πανδημία από τις 30.000 κλίνες ΜΕΘ που είχε η Γερμανία, αλλά από τις 520.