Η θεωρία της «ανοσία ςτης αγέλης» πρεσβεύει την ανεξέλεγκτη τη διασπορά του ιού στον πληθυσμό χαμηλού κινδύνου και να προστατεύσουμε τις ευπαθείς ομάδες.
Οι υπέρμαχοι αυτής της θεωρίας υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί η ανοσία στον πληθυσμό χαμηλού κινδύνου και στη συνέχεια και στις ευπαθείς ομάδες. Αυτή η προσέγγιση αποτελεί μία επικίνδυνη «επιστημονική πλάνη» που στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης, όπως αναφέρουν οι επιστήμονες και τονίζουν την ανάγκη για άμεση δράση.
Σε πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό The Lancet ανακοινώνεται η σημασία παρεμβάσεων έναντι του COVID-19. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από την ακαδημαϊκή υπότροφο δρ. Ευαγγελία-Γεωργία Κωστάκη και τους καθηγητές του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής, ΕΚΠΑ,) και Θάνο Δημόπουλο (καθηγητής Θεραπευτικής και πρύτανης ΕΚΠΑ).
Οποιαδήποτε στρατηγική πρόληψης της πανδημίας που βασίζεται στην ανάπτυξη ανοσίας από μόλυνση με COVID-19 είναι προβληματική, όπως σημειώνουν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ. «Η μη ελεγχόμενη μετάδοση στα νεότερα άτομα ελλοχεύει σημαντικό κίνδυνο νόσου και θνησιμότητας σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Επιπλέον, δεν υπάρχουν στοιχεία για τη διάρκεια της ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2 στα άτομα που έχουν μολυνθεί, και η ενδημική μετάδοση, συνέπεια της σταδιακής εξασθένησης της ανοσίας, θα έθετε σε κίνδυνο τους ευάλωτους πληθυσμούς στο μέλλον.
Μία τέτοια στρατηγική δεν μπορεί να τερματίσει την πανδημία του COVID-19, αλλά θα προκαλούσε επαναλαμβανόμενες επιδημίες, όπως συνέβη με πολλές μολυσματικές ασθένειες πριν τη διαθεσιμότητα των εμβολίων. Επίσης, θα προκαλούσε ένα συνεχές φορτίο στην οικονομία και τους επαγγελματίες υγείας, αρκετοί εκ των οποίων εκτέθηκαν στον COVID-19. Επιπλέον, δεν είναι γνωστό ποιοι μπορούν να νοσήσουν με μακροπρόθεσμα συμπτώματα COVID. Το να καθορίσουμε τις ευάλωτες ομάδες είναι περίπλοκο, αλλά ακόμα κι αν επιτευχθεί αυτό, το ποσοστό των ευάλωτων ομάδων απαριθμεί έως και το 30% του πληθυσμού σε μερικές περιοχές. Η παρατεταμένη απομόνωση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού είναι πρακτικά αδύνατο και ανήθικο. Μία τέτοια προσέγγιση κινδυνεύει, επίσης, να επιδεινώσει περαιτέρω τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες που αυξάνουν τον κίνδυνο έκθεσης στον ιό. Στοχευμένες δράσεις για την προστασία των ευάλωτων ομάδων είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν, αλλά πρέπει να συμβαδίζουν με πολυεπίπεδες πρακτικές και για τον γενικό πληθυσμό», επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Αποτελεσματικά μέτρα για την καταστολή και τον έλεγχο της μετάδοσης
Οι καθηγητές αναφέρουν ότι «για άλλη μία φορά, αντιμετωπίζουμε μία ταχεία αύξηση στα περιστατικά COVID-19 σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, των ΗΠΑ, και σε πολλές άλλες χώρες σε όλον τον κόσμο. Είναι κρίσιμο να ενεργήσουμε αποφασιστικά και άμεσα. Αποτελεσματικά μέτρα για την καταστολή και τον έλεγχο της μετάδοσης πρέπει να εφαρμοστούν ευρέως, και πρέπει να υποστηρίζονται από οικονομικά και κοινωνικά προγράμματα που ενθαρρύνουν την κοινότητα να ανταποκριθεί και να αντιμετωπίσει τις ανισότητες που έχουν προκληθεί εν μέρει και από την πανδημία. Περιοριστικά μέτρα θα απαιτηθούν άμεσα για τον περιορισμό της διασποράς του SARS-CoV-2.
Ο σκοπός αυτών των μέτρων είναι ο περιορισμός της μετάδοσης που θα επιτρέψει την ταχεία ανίχνευση εστιών μετάδοσης και η άμεση αντιμετώπιση μέσω προσεγγίσεων find, trace, isolate and support systems (διάγνωση – ιχνηλάτηση – απομόνωση – στήριξη του συστήματος). Με αυτήν την προσέγγιση η ζωή μας μπορεί να επιστρέψει σχεδόν στο φυσιολογικό χωρίς την ανάγκη γενικευμένων lockdown. Η προστασία της οικονομίας μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον έλεγχο του COVID-19».
Όπως προσθέτουν, Ιαπωνία, Βιετνάμ και Νέα Ζηλανδία αποτελούν παραδείγματα επιτυχούς ελέγχου της πανδημίας, επιτρέποντας στις δραστηριότητες των κατοίκων να επιστρέψουν σχεδόν στο φυσιολογικό. «Τα στοιχεία είναι σαφή: Ο έλεγχος της διασποράς του COVID-19 στην κοινότητα είναι ο καλύτερος τρόπος για να προστατεύσουμε την κοινωνία και την οικονομία μας μέχρι να αναπτυχθεί ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο και θεραπεία μέσα στους επόμενους μήνες», υπογραμμίζουν.