H ελλιπής εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας ενός παιδιού ή ακόμη και ενός ενήλικα μπορεί οδηγήσει ακόμη και σε λάθος διαγνώσεις όπως είναι πχ η διάσπαση προσοχής, ο αυτισμός, η άνοια κλπ.
«Η ακουστική επεξεργασία, δυστυχώς, ακόμη και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σπάνια ελέγχεται σε εξειδικευμένα κέντρα.
Και λόγω της έλλειψης ελέγχου μπορεί να διαφύγει της προσοχής κάποιο έλλειμμα στην ακουστική αντίληψη, παρότι το ακουόγραμμα είναι φυσιολογικό» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια Ψυχοακουστικής του Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ Βασιλική- Μαρία Ηλιάδου, με αφορμή την εκδήλωση με θέμα “ Η ακοή ως απαραίτητη προϋπόθεση της προσοχής και της μάθησης” που θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της 85ης ΔΕΘ (Κυριακή 12/9 15.30-16.00 Περίπτερο 14- Χώρος παρουσιάσεων AKADEMIA).
Όπως αναφέρει η κ. Ηλιάδου, εκείνο που διαφοροποιεί το πως ακούει κάποιος είναι η ύπαρξη δύσκολων ακουστικών συνθηκών όπως πχ η ύπαρξη μουσικής ή θορύβου σε συγκεκριμένη ένταση. «Αυτό φυσιολογικά δυσκολεύει όλους μας, αλλά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δυσκολεύονται πέραν του φυσιολογικού και μπαίνουν μέσα σε παθολογικά ελλείμματα. Αυτό μπορεί να συνδέεται στα παιδιά με μαθησιακά προβλήματα στο σχολείο, μπορεί ακόμη νωρίτερα σε νηπιακή ηλικία να έχουμε τη λάθος διάγνωση του αυτισμού, ενώ το πρόβλημα έχει να κάνει με το πως το μικρό παιδί μπορεί να προσλάβει τα διάφορα ακουστικά ερεθίσματα και άρα να μπορέσει απρόσκοπτα να αναπτύξει την ομιλία και τη γλώσσα. Και βέβαια αυτό συνδέεται και με την ικανότητα που έχει το άτομο σε κάθε ηλικία πλέον να αναπτύξει τις γνωστικές λειτουργίες της προσοχής και της μνήμης. Αυτό στην τρίτη ηλικία και λίγο νωρίτερα, μπορεί να συνδέεται και με ανάπτυξη άνοιας εφόσον υπάρχει απώλεια της ακουστικής αντίληψης, μέσα από το κομμάτι της ακουστικής επεξεργασίας που ουσιαστικά έχει να κάνει με κεντρικότερη διαταραχή πέρα από το κλασικό που ελέγχουμε από το περιφερικό αυτί μέχρι και το ακουστικό νεύρο, αλλά πλέον μιλάμε από το ακουστικό νεύρο μέχρι και τον εγκεφαλικό φλοιό. Επομένως έχει μεγάλη σημασία για πρώιμη ανίχνευση και αντιμετώπιση παθήσεων όπως είναι στην παιδική ηλικία τα μαθησιακά προβλήματα, η δυσλεξία, να αποφύγουμε να μπερδέψουμε τον αυτισμό ή τη ΔΕΠΥ και σε μεγαλύτερες ηλικίες έχει να κάνει περισσότερο με τις γνωστικές λειτουργίες. Επίσης σε νεαρούς ενήλικες ψυχιατρικούς ασθενείς , συνήθως ούτε οι ίδιοι, ούτε οι οικείοι τους δεν αντιλαμβάνονται τυχόν πρόβλημα ακοής και η διαφορετική συμπεριφορά αποδίδεται στην ψυχιατρική πάθηση. Από μελέτες που έχουμε κάνει έχουμε βρει ότι ένα 40% ασθενών με σχιζοφρένεια έχουν απώλεια ακοής που μένει αδιάγνωστη και άρα χωρίς αντιμετώπιση» εξηγεί η κ . Ηλιάδου.
Παράλληλα σημειώνει ότι εκτός από το ακουόγραμμα υπάρχει μία σειρά διαγνωστικών εξετάσεων που προτείνονται και οι οποίες έχουν να κάνουν με τη γλώσσα , την αντίληψη ομιλίας σε θόρυβο ή δίχως θόρυβο, τη δοκιμασία όπου κάποιος ακούει διαφορετικούς αριθμούς από τα δύο αυτιά και πρέπει να μπορεί να τους επαναλάβει και μη λεκτικές δοκιμασίες που έχουν να κάνουν με τη δυνατότητα να αναγνωρίσει κάποιος ταχέως εναλλασσόμενους ήχους, σύμφωνα στη ρέουσα ομιλία, ιδίως όταν οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές ή τη χροιά της ομιλίας.
Ο έλεγχος της ακοής δεν πρέπει να περιορίζεται στο ακουόγραμμα στην περίπτωση που υπάρχουν διαγνώσεις για προβλήματα που είναι γνωστό ότι συνυπάρχουν με τα προβλήματα ακοής. «Εφόσον υπάρχουν κάποια συμπτώματα που περιγράφονται είτε από το ίδιο το άτομο είτε από τους οικείους του, θα πρέπει να γίνεται περαιτέρω έλεγχος. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις βάζουμε τη διάγνωση, αλλά μπορεί και να την αποκλείσουμε και να ξέρουμε με αυτόν τον τρόπο, ότι έχουμε καλύτερη αντιμετώπιση ανά συγκεκριμένο ασθενή, ανά συγκεκριμένο πρόσωπο και δεν τα βλέπουμε όλα γενικά σαν παθήσεις και κατηγορίες» εξηγεί η καθηγήτρια Ψυχοακουστικής.
Τέλος αναφέρει ότι η κλασική αντιμετώπιση προβλημάτων ακοής γίνεται με ακουστικά βαρηκοΐας ή με κοχλιακά εμφυτεύματα σε πιο βαριές μορφές ενώ για την ακουστική επεξεργασία υπάρχει η ακουστική εκπαίδευση μέσω υπολογιστή και μέσω ηχητικών ερεθισμάτων για την ενδυνάμωση των συνδέσεων των νευρώνων ώστε να δοθεί στο άτομο η δυνατότητα στο τέλος της εκπαίδευσης να ακούει καλύτερα σε διάφορες συνθήκες, να επεξεργάζεται καλύτερα τον ήχο και να μειωθεί η πιθανότητα αρνητικών επιπτώσεων.