Οι άνθρωποι με νεφρική ανεπάρκεια που κάνουν αιμοκάθαρση αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρή Covid-19 εάν μολυνθούν από τον κορονοϊό, γι’ αυτό ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και πρέπει να εμβολιάζονται κατά προτεραιότητα
Οι περισσότεροι ασθενείς με κορονοϊό που πάσχουν από σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια και κάνουν αιμοκάθαρση εμφανίζουν μεν ανοσιακή αντίδραση μετά τον εμβολιασμό τους με το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech, αλλά αναπτύσσουν σημαντικά λιγότερα αντισώματα σε σχέση με τους μη νεφροπαθείς. Αυτό υποστηρίζει μία νέα ισραηλινή επιστημονική μελέτη.
Οι άνθρωποι με νεφρική ανεπάρκεια που κάνουν αιμοκάθαρση αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρή Covid-19 εάν μολυνθούν από τον κορονοϊό, γι’ αυτό ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και πρέπει να εμβολιάζονται κατά προτεραιότητα. Όμως, η ανοσιακή ανταπόκρισή τους απέναντι στις λοιμώξεις και τους εμβολιασμούς είναι γενικότερα μειωμένη, όπως δείχνει και η νέα έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μόσε Σασάρ του Νοσοκομείου Λανιάντο και του Ιατρικού Κέντρου του Τελ Αβίβ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό CJASN της Αμερικανικής Εταιρείας Νεφρολογίας, συνέκριναν την ανάπτυξη αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό 56 νεφροπαθών και 95 υγειονομικών.
Διαπιστώθηκε ότι όλοι οι υγειονομικοί (100%) ανέπτυξαν αντισώματα έναντι του κορονοϊού έναντι του 96% των νεφροπαθών, ενώ το μέσο επίπεδο των αντισωμάτων στους ασθενείς που έκαναν αιμοκάθαρση ήταν σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο των υγειονομικών. Και στις δύο ομάδες εμβολιασθέντων παρατηρήθηκε αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στην ηλικία και στο επίπεδο των αντισωμάτων (μεγαλύτερη ηλικία-λιγότερα αντισώματα και το αντίστροφο).
Μολονότι τα ευρήματα θεωρούνται προκαταρκτικά και πρέπει να επιβεβαιωθούν, σύμφωνα με τους ερευνητές, δείχνουν ότι οι δόσεις των εμβολίων Covid-19 και ο χρονισμός των δόσεων πιθανώς πρέπει να αναθεωρηθεί για τους νεφροπαθείς σε αιμοκάθαρση.
«Τα ευρήματά μας πρέπει να ενθαρρύνουν τους ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια που κάνουν θεραπεία αιμοκάθαρσης να εμβολιαστούν το συντομότερο δυνατό, ενώ εμείς -από την πλευρά μας- ως γιατροί πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους για να βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού σε αυτούς τους ασθενείς», δήλωσε ο δρ Σασάρ.