Μερικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος σε ορισμένους ανθρώπους είναι ικανά να αναγνωρίσουν τον νέο κορονοϊό SARS-CoV-2, επειδή παλαιότερα οι συγκεκριμένοι ασθενείς είχαν εκτεθεί σε άλλους πιο αθώους κορονοϊούς που προκαλούν κοινό κρυολόγημα. Αυτό φαίνεται ότι μπορεί να βοηθήσει τους εν λόγω ανθρώπους να εμφανίσουν μεγαλύτερη αντίσταση στον νέο ιό, να έχουν λιγότερα συμπτώματα και να αναρρώσουν πιο γρήγορα.
Προηγούμενες έρευνες είχαν βρει ότι κάποιοι άνθρωποι, αν και ποτέ δεν είχαν εκτεθεί στον SARS-CoV-2, παρόλα αυτά είχαν στον οργανισμό τους Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης, που μπορούν να αναγνωρίσουν τον νέο κορονοϊό. Μία νέα επιστημονική μελέτη από ερευνητές του Ινστιτούτου Ανοσολογίας La Jolla της Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον καθηγητή Αλεσάντρο Σέτε, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science», εκτιμά πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είχαν κάποτε εκτεθεί σε έναν από τους τέσσερις άλλους κορονοϊούς του απλού κρυολογήματος.
Η μελέτη, που ανέλυσε δείγματα αίματος της περιόδου 2015-18, δηλαδή πριν την εμφάνιση τoυ SARS-CoV-2 το 2019, ενισχύει την άποψη ορισμένων επιστημόνων, σύμφωνα με το «Nature», ότι η διαφορετική σοβαρότητα της νόσου Covid-19 από άνθρωπο σε άνθρωπο εξηγείται εν μέρει και από το κατά πόσο κάποιος έχει αναπτύξει ήδη μία ανοσία σε άλλους κορονοϊούς. Όμως, χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για να επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο.
Οι επιστήμονες έχουν βρει σε αρκετές χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Ολλανδία, Βρετανία, Σιγκαπούρη) ανθρώπους με Τ-λεμφοκύτταρα ικανά να αναγνωρίσουν τον νέο ιό στο εργαστήριο. Σύμφωνα με μία εκτίμηση, όπως αναφέρουν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», ένα όχι αμελητέο ποσοστό από 20% έως 50% του πληθυσμού μπορεί να έχει στο σώμα του εκ των προτέρων κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που αναγνωρίζουν τον νέο ιό, αν και ποτέ δεν τον έχουν ξανασυναντήσει στο παρελθόν. Αυτά τα κύτταρα Τ με τη μακριά μνήμη (τα οποία είναι διαφορετικά από τα εξουδετερωτικά αντισώματα) βρίσκονταν στο αίμα ορισμένων ανθρώπων, ήδη, πολύ πριν ξεσπάσει η πανδημία και στη συνέχεια επιστρατεύθηκαν στη μάχη κατά του νέου κορονοϊού, κάνοντας πιθανώς την εκδήλωση της νόσου πιο ήπια σε ορισμένες περιπτώσεις.